νομισματολογικός

νομισματολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νομισματολογία ή στον νομισματολόγο.
επίρρ...
νομισματολογικώς
από νομισματολογική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”